- σαμοῦχος
- σαμοῦχος λίθος, name of a kind of stone, PMag.Par.2.200.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμούχος — ὁ, Α (ενν. λίθος) είδος πολύτιμου ή ημιπολύτιμου λίθου … Dictionary of Greek